ψυχοστατική

ψυχοστατική
η, Ν
(παλ. τ.) θεωρία κατά την οποία τα στοιχεία τών συνειδητών καταστάσεων μπορούν να χωριστούν ή να ενωθούν χωρίς να χάσουν τον κύριο χαρακτήρα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + στατικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”